Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγκληματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εγκληματικότητα
-
εγκληματολογικός
-
εγκληματίας
-
προβληματικός
-
σχηματικός
-
χρηματικός
-
εγκληματολογία
-
εγκληματολόγος
-
μαθηματικός
-
επιχειρηματικός
-
συστηματικός
-
αισθηματικός
-
θεματικός
-
σωματικός
-
εργατικός
)
Συνώνυμα
εγκληματογενής
παρανομικός
παράνομος
3
Αντώνυμα
νόμιμος
καθαρός
άμεμπτος
3
Ορισμός
που σχετίζεται με έγκλημα ή παρανομία
που χαρακτηρίζεται από εγκληματική συμπεριφορά
που προκαλείται ή συνδέεται με εγκληματικές ενέργειες
3
Παραδείγματα
Η εγκληματική συμμορία δραστηριοποιείται στην περιοχή.
Ο εγκληματικός νους του έκανε δύσκολη την επανένταξή του στην κοινωνία.
Η αστυνομία απέδωσε τον θάνατό του σε εγκληματική ενέργεια.
3