1. Λέξη
    εθελοντής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εθελοντικά - εθελοντικός)
  2. Συνώνυμα
    • εθελοντάς
    • εθελοντικός εργαζόμενος
    2
  3. Αντώνυμα
    • υποχρεωτικός
    • υποχρεωμένος
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που προσφέρει ελεύθερα τις υπηρεσίες του χωρίς να αναμένει οικονομική ανταμοιβή.
    • Ατομο που συμμετέχει σε μια δραστηριότητα ή έργο από επιλογή και όχι εξαιτίας υποχρέωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εθελοντής προσφέρθηκε να βοηθήσει στην οργάνωση της εκδήλωσης.
    • Πολλοί εθελοντές συμμετείχαν στις προσπάθειες διάσωσης μετά τον σεισμό.
    2