Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εθελοντής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εθελοντικά
-
εθελοντικός
)
Συνώνυμα
εθελοντάς
εθελοντικός εργαζόμενος
2
Αντώνυμα
υποχρεωτικός
υποχρεωμένος
2
Ορισμός
Πρόσωπο που προσφέρει ελεύθερα τις υπηρεσίες του χωρίς να αναμένει οικονομική ανταμοιβή.
Ατομο που συμμετέχει σε μια δραστηριότητα ή έργο από επιλογή και όχι εξαιτίας υποχρέωσης.
2
Παραδείγματα
Ο εθελοντής προσφέρθηκε να βοηθήσει στην οργάνωση της εκδήλωσης.
Πολλοί εθελοντές συμμετείχαν στις προσπάθειες διάσωσης μετά τον σεισμό.
2