1. Λέξη
    εθελοντικά (επίρρημα) - (παρόμοια: εθελοντικός - εθελοντής)
  2. Συνώνυμα
    • επιθυμητά
    • αυτοβούλως
    • εκουσίως
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναγκαστικά
    • υποχρεωτικά
    2
  4. Ορισμός
    • Με δική του θέληση, χωρίς να υπάρχει εξωτερική πίεση ή υποχρέωση.
    • Με προσωπική πρωτοβουλία, χωρίς να ζητηθεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης εθελοντικά προσφέρθηκε να βοηθήσει στην οργάνωση της εκδήλωσης.
    • Εθελοντικά παραιτήθηκε από τη θέση του για να δώσει τη θέση σε έναν νεότερο συνάδελφο.
    2