Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εθελοντικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
εθελοντικός
-
εθελοντής
)
Συνώνυμα
επιθυμητά
αυτοβούλως
εκουσίως
3
Αντώνυμα
αναγκαστικά
υποχρεωτικά
2
Ορισμός
Με δική του θέληση, χωρίς να υπάρχει εξωτερική πίεση ή υποχρέωση.
Με προσωπική πρωτοβουλία, χωρίς να ζητηθεί.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης εθελοντικά προσφέρθηκε να βοηθήσει στην οργάνωση της εκδήλωσης.
Εθελοντικά παραιτήθηκε από τη θέση του για να δώσει τη θέση σε έναν νεότερο συνάδελφο.
2