Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εθελοντικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εθελοντικά
-
εθελοντής
-
μελλοντικός
-
ποντικός
-
οδοντικός
-
εθιστικός
)
Συνώνυμα
επιθυμητός
αυθαίρετος
προαιρετικός
3
Αντώνυμα
υποχρεωτικός
αναγκαστικός
υποχρεωμένος
3
Ορισμός
Που γίνεται με τη δική του θέληση και όχι εξαιτίας εξωτερικής πίεσης ή υποχρέωσης.
Που αναφέρεται σε κάποιον που προσφέρεται να κάνει κάτι χωρίς να είναι υποχρεωμένος.
2
Παραδείγματα
Ο εθελοντικός εργαζόμενος προσφέρθηκε να βοηθήσει στο φεστιβάλ.
Η εθελοντική δράση είναι σημαντική για την κοινωνία.
2