1. Λέξη
    εθελοντικός (επίθετο) - (παρόμοια: εθελοντικά - εθελοντής - μελλοντικός - ποντικός - οδοντικός - εθιστικός)
  2. Συνώνυμα
    • επιθυμητός
    • αυθαίρετος
    • προαιρετικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποχρεωτικός
    • αναγκαστικός
    • υποχρεωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που γίνεται με τη δική του θέληση και όχι εξαιτίας εξωτερικής πίεσης ή υποχρέωσης.
    • Που αναφέρεται σε κάποιον που προσφέρεται να κάνει κάτι χωρίς να είναι υποχρεωμένος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εθελοντικός εργαζόμενος προσφέρθηκε να βοηθήσει στο φεστιβάλ.
    • Η εθελοντική δράση είναι σημαντική για την κοινωνία.
    2