1. Συνώνυμα
    • εξάρτηση
    • προσκόλληση
    • παρακράτηση
    3
  2. Αντώνυμα
    • ανεξαρτησία
    • απελευθέρωση
    • αποδέσμευση
    3
  3. Ορισμός
    • Η κατάσταση στην οποία κάποιος δεν μπορεί να σταματήσει να κάνει ή να χρησιμοποιεί κάτι, επειδή αυτό έχει γίνει συνήθεια ή επειδή του δίνει ευχαρίστηση.
    • Μια ισχυρή ψυχολογική ή σωματική εξάρτηση από μια ουσία ή δραστηριότητα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο εθισμός στα ναρκωτικά μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την υγεία.
    • Πολλοί άνθρωποι παλεύουν με τον εθισμό στο τζόγο.
    2