1. Λέξη
    εθιστώ (ρήμα) - (παρόμοια: εγκαθιστώ - εθιστικός - καθιστώ - εθισμός - βυθιστώ)
  2. Συνώνυμα
    • εξαρτώμαι
    • εθίζομαι
    • παθιάζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απεθίζομαι
    • απεξαρτώμαι
    • αποσύρομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να αναπτύσσω εξάρτηση από μια ουσία ή μια δραστηριότητα.
    • Να αισθάνομαι έντονη επιθυμία ή ανάγκη για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Εθιστώ στον καφέ και δεν μπορώ να ξεκινήσω την ημέρα μου χωρίς αυτόν.
    • Πολλοί άνθρωποι εθίζονται στα κοινωνικά δίκτυα και ξοδεύουν ώρες μπροστά στην οθόνη.
    2