Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εθιστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εγκαθιστώ
-
εθιστικός
-
καθιστώ
-
εθισμός
-
βυθιστώ
)
Συνώνυμα
εξαρτώμαι
εθίζομαι
παθιάζομαι
3
Αντώνυμα
απεθίζομαι
απεξαρτώμαι
αποσύρομαι
3
Ορισμός
Να αναπτύσσω εξάρτηση από μια ουσία ή μια δραστηριότητα.
Να αισθάνομαι έντονη επιθυμία ή ανάγκη για κάτι.
2
Παραδείγματα
Εθιστώ στον καφέ και δεν μπορώ να ξεκινήσω την ημέρα μου χωρίς αυτόν.
Πολλοί άνθρωποι εθίζονται στα κοινωνικά δίκτυα και ξοδεύουν ώρες μπροστά στην οθόνη.
2