Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εθνικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ειδικότητα
-
εθνικός
-
επιθετικότητα
-
τυπικότητα
-
εφευρετικότητα
-
ενότητα
-
μυστικότητα
-
νευρικότητα
-
σχετικότητα
)
Συνώνυμα
εθνοτική ταυτότητα
εθνοτικότητα
εθνογένεση
3
Αντώνυμα
αποεθνικοποίηση
παγκοσμιοποίηση
2
Ορισμός
Η ιδιότητα ή η κατάσταση του να ανήκει κανείς σε ένα συγκεκριμένο έθνος.
Η κοινή πολιτιστική κληρονομιά, γλώσσα, ιστορία και ταυτότητα μιας ομάδας ανθρώπων.
2
Παραδείγματα
Η εθνικότητα του είναι Ελληνική, αλλά γεννήθηκε στην Αυστραλία.
Στο έγγραφο ζητήθηκε να δηλώσει την εθνικότητά του.
2