1. Λέξη
    νευρικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: νευρικός - νεότητα - τυπικότητα - εθνικότητα - ειδικότητα)
  2. Συνώνυμα
    • άγχος
    • ένταση
    • εκνευρισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • χαλάρωση
    • ψυχραιμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι κάποιος νευρικός, δηλαδή να βρίσκεται σε ένταση ή άγχος.
    • Η τάση να αντιδρά κάποιος με ευερεθιστότητα ή εκνευρισμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η νευρικότητά του ήταν εμφανής όταν άρχισε να χτυπάει το τραπέζι με τα δάχτυλά του.
    • Η συνεχής νευρικότητα μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα υγείας.
    2