Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εντιμότητα
-
αγνότητα
-
κοινότητα
-
σεμνότητα
-
συχνότητα
-
εξοχότητα
-
πυκνότητα
-
εχθρότητα
-
ικανότητα
-
ειδικότητα
-
πιθανότητα
-
ετοιμότητα
-
μειονότητα
-
εθνικότητα
)
Συνώνυμα
τμήμα
μονάδα
κομμάτι
3
Αντώνυμα
ολότητα
σύνολο
2
Ορισμός
Ένα ξεχωριστό μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου.
Μια βασική δομική ή λειτουργική μονάδα ενός συστήματος ή οργανισμού.
Μια αυτοτελής ομάδα ή τμήμα εντός μιας μεγαλύτερης οργάνωσης.
3
Παραδείγματα
Κάθε ενότητα του βιβλίου καλύπτει ένα διαφορετικό θέμα.
Η εταιρεία χωρίζεται σε πολλές ενοτήτες, καθεμία με διαφορετικές ευθύνες.
Η ενότητα επεξεργασίας κειμένου του προγράμματος είναι πολύ εύχρηστη.
3