1. Λέξη
    ειδοποιήσω (ρήμα) - (παρόμοια: ειδοποιήσουν - ειδοποιώ - ειδοποιούμαι - ταυτοποιήσω - τακτοποιήσω)
  2. Συνώνυμα
    • ενημερώσω
    • πληροφορήσω
    • αναγγέλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκρύπτω
    • κρύβω
    • σιωπώ
    3
  4. Ορισμός
    • Ενημερώνω κάποιον για κάτι, συνήθως με επίσημο ή σημαντικό τρόπο.
    • Δίνω γνώση ή πληροφορία σε κάποιον για ένα συμβάν ή μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα σε ειδοποιήσω μόλις φτάσω στο σπίτι.
    • Ο διευθυντής ειδοποίησε τους υπαλλήλους για την επερχόμενη συνάντηση.
    2