Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τακτοποιήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ταυτοποιήσω
-
τακτοποιώ
-
τακτοποιούμε
-
τακτοποιούμαι
-
τακτοποιημένος
-
τακτοποίηση
-
ειδοποιήσω
)
Συνώνυμα
οργανώνω
κανονίζω
διευθετώ
3
Αντώνυμα
αποδιοργανώνω
χαλαρώνω
αφήνω ατακτοποίητο
3
Ορισμός
να βάλω κάτι σε τάξη ή να το οργανώσω με συγκεκριμένο τρόπο
να λύσω ένα πρόβλημα ή μια δυσκολία με οργανωμένο τρόπο
2
Παραδείγματα
Πρέπει να τακτοποιήσω τα χαρτιά στο γραφείο μου.
Τακτοποίησε τις υποχρεώσεις του πριν φύγει για διακοπές.
2