1. Λέξη
    ειρηνευτικός (επίθετο) - (παρόμοια: ειρηνικός - σαγηνευτικός - ανιχνευτικός - ειρωνικός)
  2. Συνώνυμα
    • φιλειρηνικός
    • ειρηνικός
    • συμβιβαστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • πολεμικός
    • εριστικός
    • εχθρικός
    3
  4. Ορισμός
    • που συμβάλλει στην ειρήνη ή την προάγει
    • που χαρακτηρίζεται από ειρηνικές διαθέσεις ή τάσεις
    • που αποσκοπεί στη διατήρηση ή αποκατάσταση της ειρήνης
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η χώρα ακολουθεί μια ειρηνευτική πολιτική.
    • Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε συμφωνία.
    • Επιδιώκει ειρηνευτικές λύσεις στις διαφορές.
    3