Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ειρηνευτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ειρηνικός
-
σαγηνευτικός
-
ανιχνευτικός
-
ειρωνικός
)
Συνώνυμα
φιλειρηνικός
ειρηνικός
συμβιβαστικός
3
Αντώνυμα
πολεμικός
εριστικός
εχθρικός
3
Ορισμός
που συμβάλλει στην ειρήνη ή την προάγει
που χαρακτηρίζεται από ειρηνικές διαθέσεις ή τάσεις
που αποσκοπεί στη διατήρηση ή αποκατάσταση της ειρήνης
3
Παραδείγματα
Η χώρα ακολουθεί μια ειρηνευτική πολιτική.
Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε συμφωνία.
Επιδιώκει ειρηνευτικές λύσεις στις διαφορές.
3