Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σαγηνευτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ειρηνευτικός
-
ανιχνευτικός
)
Συνώνυμα
γοητευτικός
μαγευτικός
συναρπαστικός
3
Αντώνυμα
αποκρουστικός
αντιπαθητικός
βαρετός
3
Ορισμός
Που προκαλεί έλξη ή ενδιαφέρον, ικανός να μαγεύει ή να δελεάζει.
Που έχει την ικανότητα να αιχμαλωτίζει την προσοχή ή το ενδιαφέρον κάποιου.
2
Παραδείγματα
Η σαγηνευτική του προσωπικότητα έκανε όλους να τον ακολουθούν.
Μια σαγηνευτική εμφάνιση που δελεάζει το βλέμμα.
2