1. Λέξη
    σαγηνευτικός (επίθετο) - (παρόμοια: ειρηνευτικός - ανιχνευτικός)
  2. Συνώνυμα
    • γοητευτικός
    • μαγευτικός
    • συναρπαστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκρουστικός
    • αντιπαθητικός
    • βαρετός
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί έλξη ή ενδιαφέρον, ικανός να μαγεύει ή να δελεάζει.
    • Που έχει την ικανότητα να αιχμαλωτίζει την προσοχή ή το ενδιαφέρον κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η σαγηνευτική του προσωπικότητα έκανε όλους να τον ακολουθούν.
    • Μια σαγηνευτική εμφάνιση που δελεάζει το βλέμμα.
    2