Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εισέρχομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
επέρχομαι
-
εισέρχεται
-
έρχομαι
-
επανέρχομαι
-
ανέρχομαι
-
συνέρχομαι
-
προέρχομαι
-
εύχομαι
-
ξαναέρχομαι
)
Συνώνυμα
μπαίνω
εισβάλλω
προσέρχομαι
3
Αντώνυμα
βγαίνω
εξέρχομαι
αποχωρώ
3
Ορισμός
Μπαίνω σε ένα χώρο ή περιοχή.
Κάνω την εμφάνισή μου σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
Εισέρχομαι σε μια κατάσταση ή φάση.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος μπήκε στην τάξη και όλοι σιώπησαν.
Ο ήλιος μπαίνει και ο ουρανός γίνεται κόκκινος.
Μπήκαμε σε μια νέα εποχή τεχνολογικής προόδου.
3