Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανέρχομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ανέχομαι
-
επανέρχομαι
-
έρχομαι
-
συνέρχομαι
-
ανταπεξέρχομαι
-
επέρχομαι
-
εισέρχομαι
-
προέρχομαι
-
ξαναέρχομαι
-
ξανά έρχομαι
-
πρωτοέρχομαι
)
Συνώνυμα
ανεβαίνω
προχωρώ
προοδεύω
3
Αντώνυμα
κατεβαίνω
υποχωρώ
παλιννοστώ
3
Ορισμός
Κινώ προς τα πάνω ή προς μια υψηλότερη θέση.
Προοδεύω σε ιεραρχικό επίπεδο ή σε κοινωνική θέση.
Επιστρέφω σε προηγούμενο θέμα ή συζήτηση.
3
Παραδείγματα
Ο βασιλιάς ανέρχεται στον θρόνο μετά τη στέψη του.
Η θερμοκρασία ανέρχεται στους 40 βαθμούς το καλοκαίρι.
Στη συζήτηση, ανήλθαμε ξανά στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης.
3