1. Συνώνυμα
    • ανεβαίνω
    • προχωρώ
    • προοδεύω
    3
  2. Αντώνυμα
    • κατεβαίνω
    • υποχωρώ
    • παλιννοστώ
    3
  3. Ορισμός
    • Κινώ προς τα πάνω ή προς μια υψηλότερη θέση.
    • Προοδεύω σε ιεραρχικό επίπεδο ή σε κοινωνική θέση.
    • Επιστρέφω σε προηγούμενο θέμα ή συζήτηση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο βασιλιάς ανέρχεται στον θρόνο μετά τη στέψη του.
    • Η θερμοκρασία ανέρχεται στους 40 βαθμούς το καλοκαίρι.
    • Στη συζήτηση, ανήλθαμε ξανά στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης.
    3