1. Συνώνυμα
    • συναντώ
    • συγκεντρώνομαι
    • συνευρίσκομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποχωρώ
    • διαλύω
    • χωρίζω
    3
  3. Ορισμός
    • Να έρχομαι μαζί με άλλους σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
    • Να συναντώ κάποιον ή κάτι, συνήθως μετά από προηγούμενη συνεννόηση.
    • Να συγκεντρώνομαι ή να συναθροίζομαι σε έναν τόπο.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι φίλοι συνήλθαν στο καφενείο για να συζητήσουν.
    • Η οικογένεια συνήλθε για το δείπνο.
    • Οι πολίτες συνήλθαν στην πλατεία για να διαμαρτυρηθούν.
    3