Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνέρχομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ανέρχομαι
-
έρχομαι
-
επανέρχομαι
-
συνδέομαι
-
επέρχομαι
-
προέρχομαι
-
εισέρχομαι
-
συνεχίζομαι
-
συνεπάγομαι
-
ξαναέρχομαι
)
Συνώνυμα
συναντώ
συγκεντρώνομαι
συνευρίσκομαι
3
Αντώνυμα
αποχωρώ
διαλύω
χωρίζω
3
Ορισμός
Να έρχομαι μαζί με άλλους σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
Να συναντώ κάποιον ή κάτι, συνήθως μετά από προηγούμενη συνεννόηση.
Να συγκεντρώνομαι ή να συναθροίζομαι σε έναν τόπο.
3
Παραδείγματα
Οι φίλοι συνήλθαν στο καφενείο για να συζητήσουν.
Η οικογένεια συνήλθε για το δείπνο.
Οι πολίτες συνήλθαν στην πλατεία για να διαμαρτυρηθούν.
3