1. Λέξη
    εισπράκτορας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πράκτορας - εισπράξη - εισπράττω)
  2. Συνώνυμα
    • επιμελητής
    • εισπρακτικός υπάλληλος
    • εισπρακτική υπηρεσία
    3
  3. Αντώνυμα
    • οφειλέτης
    • πληρωτής
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που ασχολείται με την είσπραξη χρημάτων, ειδικά αυτών που οφείλονται.
    • Υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την είσπραξη πληρωμών ή χρεών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εισπράκτορας ήρθε στο σπίτι μου για να εισπράξει το ενοίκιο.
    • Η εταιρεία προσέλαβε έναν νέο εισπράκτορα για να διαχειριστεί τις εκκρεμείς οφειλές.
    2