Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εισπράκτορας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πράκτορας
-
εισπράξη
-
εισπράττω
)
Συνώνυμα
επιμελητής
εισπρακτικός υπάλληλος
εισπρακτική υπηρεσία
3
Αντώνυμα
οφειλέτης
πληρωτής
2
Ορισμός
Πρόσωπο που ασχολείται με την είσπραξη χρημάτων, ειδικά αυτών που οφείλονται.
Υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την είσπραξη πληρωμών ή χρεών.
2
Παραδείγματα
Ο εισπράκτορας ήρθε στο σπίτι μου για να εισπράξει το ενοίκιο.
Η εταιρεία προσέλαβε έναν νέο εισπράκτορα για να διαχειριστεί τις εκκρεμείς οφειλές.
2