Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πράκτορας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εισπράκτορας
-
πραίτορας
-
έκτορας
-
πάστορας
)
Συνώνυμα
εκπρόσωπος
αντιπρόσωπος
μεσάζων
3
Αντώνυμα
ανεξάρτητος
αυτόνομος
2
Ορισμός
Άτομο που ενεργεί εκ μέρους άλλου ή οργανισμού, συχνά σε μυστικές ή ειδικές αποστολές.
Άτομο ή οντότητα που εκτελεί συγκεκριμένες λειτουργίες ή υπηρεσίες για λογαριασμό άλλου.
2
Παραδείγματα
Ο πράκτορας της CIA εργάστηκε στο εξωτερικό για χρόνια.
Ο πράκτορας ακινήτων μας βοήθησε να βρούμε το ιδανικό σπίτι.
2