1. Λέξη
    πράκτορας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εισπράκτορας - πραίτορας - έκτορας - πάστορας)
  2. Συνώνυμα
    • εκπρόσωπος
    • αντιπρόσωπος
    • μεσάζων
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεξάρτητος
    • αυτόνομος
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ενεργεί εκ μέρους άλλου ή οργανισμού, συχνά σε μυστικές ή ειδικές αποστολές.
    • Άτομο ή οντότητα που εκτελεί συγκεκριμένες λειτουργίες ή υπηρεσίες για λογαριασμό άλλου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πράκτορας της CIA εργάστηκε στο εξωτερικό για χρόνια.
    • Ο πράκτορας ακινήτων μας βοήθησε να βρούμε το ιδανικό σπίτι.
    2