1. Λέξη
    εισπράττω (ρήμα) - (παρόμοια: εισπράξη - πράττω - εισπράκτορας)
  2. Συνώνυμα
    • εξοφλώ
    • απαιτώ
    • επιβάλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • πληρώνω
    • εκχωρώ
    • χαρίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να απαιτείς την πληρωμή ενός χρέους ή ενός ποσού.
    • Να συλλέγεις χρήματα ή άλλα αγαθά ως πληρωμή ή ως φόρο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εφορία εισπράττει τους φόρους κάθε χρόνο.
    • Ο ιδιοκτήτης εισπράττει το ενοίκιο στο τέλος κάθε μήνα.
    2