Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εισπράττω (ρήμα) - (παρόμοια:
εισπράξη
-
πράττω
-
εισπράκτορας
)
Συνώνυμα
εξοφλώ
απαιτώ
επιβάλλω
3
Αντώνυμα
πληρώνω
εκχωρώ
χαρίζω
3
Ορισμός
Να απαιτείς την πληρωμή ενός χρέους ή ενός ποσού.
Να συλλέγεις χρήματα ή άλλα αγαθά ως πληρωμή ή ως φόρο.
2
Παραδείγματα
Η εφορία εισπράττει τους φόρους κάθε χρόνο.
Ο ιδιοκτήτης εισπράττει το ενοίκιο στο τέλος κάθε μήνα.
2