Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκθαμβωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ερωτικός
-
εξωτικός
-
εκδοτικός
)
Συνώνυμα
εξαιρετικός
εντυπωσιακός
καταπληκτικός
συναρπαστικός
4
Αντώνυμα
ανιαρός
βαρετός
μη εντυπωσιακός
συνηθισμένος
4
Ορισμός
Που προκαλεί έκπληξη ή θαυμασμό λόγω της ομορφιάς, της μεγαλοπρέπειας ή της ασυνήθιστης φύσης του.
Που εντυπωσιάζει ή συναρπάζει με το μεγαλείο ή την ένταση του.
2
Παραδείγματα
Η θέα από την κορυφή του βουνού ήταν πραγματικά εκθαμβωτική.
Η εκθαμβωτική επίδοση του καλλιτέχνη άφησε το κοινό άφωνο.
2