Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ερωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ερωτικό
-
ενημερωτικός
-
εξωτικός
-
εργατικός
-
νευρωτικός
-
ζωτικός
-
ηπειρωτικός
-
χαλαρωτικός
-
ερευνητικός
-
ερεθιστικός
-
απελευθερωτικός
-
εκθαμβωτικός
-
ιδιωτικός
-
εκδοτικός
-
εθιστικός
-
μονωτικός
-
ψυχωτικός
-
ελβετικός
-
αγχωτικός
-
ολοκληρωτικός
-
εξουθενωτικός
)
Συνώνυμα
σεξουαλικός
αισθησιακός
φλογερός
3
Αντώνυμα
απρόσωπος
αναισθησίαστος
ψυχρός
3
Ορισμός
Σχετικός με την έλξη, τον έρωτα ή τη σεξουαλικότητα.
Που εκφράζει ή προκαλεί έντονα συναισθήματα έρωτα ή επιθυμίας.
2
Παραδείγματα
Η ερωτική τους σχέση ήταν γεμάτη πάθος.
Το ερωτικό βλέμμα του την έκανε να νιώσει ζεστά.
2