1. Συνώνυμα
    • ξένος
    • ασυνήθιστος
    • αλλοδαπός
    • εξωτική
    4
  2. Αντώνυμα
    • οικείος
    • συνηθισμένος
    • γνώριμος
    • τοπικός
    4
  3. Ορισμός
    • Αυτός που προέρχεται από ξένο τόπο ή έχει χαρακτηριστικά που δεν είναι συνηθισμένα στην τοπική κουλτούρα.
    • Που έχει μια ιδιαίτερη γοητεία λόγω της ασυνήθιστης προέλευσής του ή εμφάνισής του.
    • Αυτός που δεν ανήκει στον συνηθισμένο ή γνώριμο κόσμο.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η εξωτική χορεύτρια γοήτευσε το κοινό με τις κινήσεις της.
    • Ο κήπος ήταν γεμάτος από εξωτικά λουλούδια που δεν είχα δει ποτέ πριν.
    • Το εστιατόριο σέρβιρε εξωτικά πιάτα από διάφορες χώρες της Ασίας.
    3