Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εξωτερικός
-
ερωτικός
-
εξουθενωτικός
-
ζωτικός
-
εξωπραγματικός
-
εξωφρενικός
-
εξαιρετικός
-
εξελικτικός
-
εξοργιστικός
-
εξυπηρετικός
-
ενημερωτικός
-
εξαντλητικός
-
εκθαμβωτικός
-
εξωσυζυγικός
-
ιδιωτικός
-
εκδοτικός
-
εθιστικός
-
εργατικός
-
ελβετικός
-
αγχωτικός
-
μονωτικός
-
ψυχωτικός
-
εξωτερικό
-
εξονυχιστικός
)
Συνώνυμα
ξένος
ασυνήθιστος
αλλοδαπός
εξωτική
4
Αντώνυμα
οικείος
συνηθισμένος
γνώριμος
τοπικός
4
Ορισμός
Αυτός που προέρχεται από ξένο τόπο ή έχει χαρακτηριστικά που δεν είναι συνηθισμένα στην τοπική κουλτούρα.
Που έχει μια ιδιαίτερη γοητεία λόγω της ασυνήθιστης προέλευσής του ή εμφάνισής του.
Αυτός που δεν ανήκει στον συνηθισμένο ή γνώριμο κόσμο.
3
Παραδείγματα
Η εξωτική χορεύτρια γοήτευσε το κοινό με τις κινήσεις της.
Ο κήπος ήταν γεμάτος από εξωτικά λουλούδια που δεν είχα δει ποτέ πριν.
Το εστιατόριο σέρβιρε εξωτικά πιάτα από διάφορες χώρες της Ασίας.
3