Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκκενώνω
-
ενώνομαι
)
Συνώνυμα
συνδέω
ενσωματώνω
συμπλέκω
συνδυάζω
4
Αντώνυμα
διαχωρίζω
αποσυνδέω
διαιρώ
χωρίζω
4
Ορισμός
Να συνδέω ή να ενσωματώνω διαφορετικά μέρη ή στοιχεία σε ένα ενιαίο σύνολο.
Να φέρνω κάτι κοντά ή να το συνδέω με κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Οι εταιρείες αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό.
Η γέφυρα ενώνει τις δύο πλευρές του ποταμού.
2