1. Λέξη
    ενώνω (ρήμα) - (παρόμοια: εκκενώνω - ενώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συνδέω
    • ενσωματώνω
    • συμπλέκω
    • συνδυάζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • διαχωρίζω
    • αποσυνδέω
    • διαιρώ
    • χωρίζω
    4
  4. Ορισμός
    • Να συνδέω ή να ενσωματώνω διαφορετικά μέρη ή στοιχεία σε ένα ενιαίο σύνολο.
    • Να φέρνω κάτι κοντά ή να το συνδέω με κάτι άλλο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι εταιρείες αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό.
    • Η γέφυρα ενώνει τις δύο πλευρές του ποταμού.
    2