1. Λέξη
    εκκρεμότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εκκρεμώ - εκκρεμές - εντιμότητα - ετοιμότητα)
  2. Συνώνυμα
    • αναμονή
    • αναβολή
    • καθυστέρηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιτέλεση
    • ολοκλήρωση
    • διευθέτηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία μια υπόθεση, ένα ζήτημα ή ένα θέμα παραμένει αδιευθέτητο ή αναμένεται η επίλυσή του.
    • Η καθυστέρηση ή η αναβολή στην επίλυση ή την ολοκλήρωση μιας υπόθεσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η υπόθεση βρίσκεται σε εκκρεμότητα και αναμένουμε την απόφαση του δικαστηρίου.
    • Η εκκρεμότητα του θέματος δημιούργησε πολλές ανησυχίες στους υπαλλήλους.
    2