Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκκρεμότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εκκρεμώ
-
εκκρεμές
-
εντιμότητα
-
ετοιμότητα
)
Συνώνυμα
αναμονή
αναβολή
καθυστέρηση
3
Αντώνυμα
επιτέλεση
ολοκλήρωση
διευθέτηση
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία μια υπόθεση, ένα ζήτημα ή ένα θέμα παραμένει αδιευθέτητο ή αναμένεται η επίλυσή του.
Η καθυστέρηση ή η αναβολή στην επίλυση ή την ολοκλήρωση μιας υπόθεσης.
2
Παραδείγματα
Η υπόθεση βρίσκεται σε εκκρεμότητα και αναμένουμε την απόφαση του δικαστηρίου.
Η εκκρεμότητα του θέματος δημιούργησε πολλές ανησυχίες στους υπαλλήλους.
2