1. Λέξη
    εκκρεμώ (ρήμα) - (παρόμοια: εκκρεμές - εκκρεμότητα - κρεμώ)
  2. Συνώνυμα
    • κρεμώ
    • κρέμομαι
    • αναρτώ
    • κρεμάω
    4
  3. Αντώνυμα
    • κατεβάζω
    • αποσυνδέω
    • απομακρύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι σε θέση αιωρούμενος ή κρεμασμένος από κάτι.
    • Να είμαι σε κατάσταση αναμονής ή αβεβαιότητας, χωρίς να έχει ληφθεί απόφαση ή να έχει ολοκληρωθεί μια διαδικασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πανό εκκρεμεί από το μπαλκόνι.
    • Η απόφαση για την άδεια εκκρεμεί ακόμη από το δικαστήριο.
    2