Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκκρεμώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εκκρεμές
-
εκκρεμότητα
-
κρεμώ
)
Συνώνυμα
κρεμώ
κρέμομαι
αναρτώ
κρεμάω
4
Αντώνυμα
κατεβάζω
αποσυνδέω
απομακρύνω
3
Ορισμός
Να βρίσκομαι σε θέση αιωρούμενος ή κρεμασμένος από κάτι.
Να είμαι σε κατάσταση αναμονής ή αβεβαιότητας, χωρίς να έχει ληφθεί απόφαση ή να έχει ολοκληρωθεί μια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Το πανό εκκρεμεί από το μπαλκόνι.
Η απόφαση για την άδεια εκκρεμεί ακόμη από το δικαστήριο.
2