Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ετοιμότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εντιμότητα
-
ωριμότητα
-
γονιμότητα
-
νομιμότητα
-
ενότητα
-
εκκρεμότητα
-
θνησιμότητα
-
χρησιμότητα
)
Συνώνυμα
προετοιμασία
ετοιμότητα
προθυμία
3
Αντώνυμα
απροετοιμασία
απροθυμία
αδιαθεσία
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος ή κάτι είναι έτοιμο να ανταποκριθεί ή να ενεργήσει.
Η ικανότητα να αντιμετωπίζει κάποιος γρήγορα και αποτελεσματικά μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Η ετοιμότητα της ομάδας για την έκτακτη ανάγκη ήταν εντυπωσιακή.
Η ετοιμότητά του να βοηθήσει σε δύσκολες στιγμές τον έκανε πολύ αγαπητό.
2