Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκλείπω (ρήμα) - (παρόμοια:
είπω
-
λείπω
)
Συνώνυμα
εξαφανίζομαι
χάνομαι
ξεθωριάζω
3
Αντώνυμα
εμφανίζομαι
εξέχω
διακρίνομαι
3
Ορισμός
Να εξαφανίζομαι ή να γίνομαι αόρατος.
Να χάνω τη φωτεινότητά μου ή τη σημασία μου.
Να μειώνομαι σε ένταση ή σε ποσότητα.
3
Παραδείγματα
Το φεγγάρι αρχίζει να εκλείπει κατά τη διάρκεια της σεληνιακής έκλειψης.
Η δόξα του αρχίζει να εκλείπει μετά από τόσα χρόνια.
Ο ήχος της μουσικής άρχισε να εκλείπει καθώς απομακρυνόμασταν.
3