1. Λέξη
    εκλείπω (ρήμα) - (παρόμοια: είπω - λείπω)
  2. Συνώνυμα
    • εξαφανίζομαι
    • χάνομαι
    • ξεθωριάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμφανίζομαι
    • εξέχω
    • διακρίνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να εξαφανίζομαι ή να γίνομαι αόρατος.
    • Να χάνω τη φωτεινότητά μου ή τη σημασία μου.
    • Να μειώνομαι σε ένταση ή σε ποσότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το φεγγάρι αρχίζει να εκλείπει κατά τη διάρκεια της σεληνιακής έκλειψης.
    • Η δόξα του αρχίζει να εκλείπει μετά από τόσα χρόνια.
    • Ο ήχος της μουσικής άρχισε να εκλείπει καθώς απομακρυνόμασταν.
    3