1. Λέξη
    λείπω (ρήμα) - (παρόμοια: εκλείπω - λείο - είπω - λεία)
  2. Συνώνυμα
    • αποχωρώ
    • απουσιάζω
    • εξαφανίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπάρχω
    • παρευρίσκομαι
    • εμφανίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην είμαι παρών σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή κατάσταση.
    • Να μην υπάρχω ή να μην είμαι διαθέσιμος.
    • Να λείπω από κάποιον ή κάτι, είτε φυσικά είτε συμβολικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Λείπω από τη δουλειά σήμερα λόγω ασθένειας.
    • Του λείπω πολύ όταν ταξιδεύει.
    • Αυτό το βιβλίο λείπει από τη βιβλιοθήκη.
    3