Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λείπω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκλείπω
-
λείο
-
είπω
-
λεία
)
Συνώνυμα
αποχωρώ
απουσιάζω
εξαφανίζομαι
3
Αντώνυμα
υπάρχω
παρευρίσκομαι
εμφανίζομαι
3
Ορισμός
Να μην είμαι παρών σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή κατάσταση.
Να μην υπάρχω ή να μην είμαι διαθέσιμος.
Να λείπω από κάποιον ή κάτι, είτε φυσικά είτε συμβολικά.
3
Παραδείγματα
Λείπω από τη δουλειά σήμερα λόγω ασθένειας.
Του λείπω πολύ όταν ταξιδεύει.
Αυτό το βιβλίο λείπει από τη βιβλιοθήκη.
3