Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκνευρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκνευρίζομαι
-
εκνευρισμός
)
Συνώνυμα
ενοχλώ
προκαλώ
ερεθίζω
εξοργίζω
4
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθησυχάζω
ευχαριστώ
ικανοποιώ
4
Ορισμός
Προκαλώ σε κάποιον εκνευρισμό ή ενόχληση.
Ερεθίζω κάποιον ψυχολογικά, προκαλώντας του δυσφορία ή θυμό.
2
Παραδείγματα
Ο συνεχής θόρυβος με εκνευρίζει και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.
Μην εκνευρίζεις τον αδερφό σου με τις ατέλειωτες ερωτήσεις σου.
2