1. Λέξη
    εκνευρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: εκνευρίζομαι - εκνευρισμός)
  2. Συνώνυμα
    • ενοχλώ
    • προκαλώ
    • ερεθίζω
    • εξοργίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθησυχάζω
    • ευχαριστώ
    • ικανοποιώ
    4
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ σε κάποιον εκνευρισμό ή ενόχληση.
    • Ερεθίζω κάποιον ψυχολογικά, προκαλώντας του δυσφορία ή θυμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο συνεχής θόρυβος με εκνευρίζει και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.
    • Μην εκνευρίζεις τον αδερφό σου με τις ατέλειωτες ερωτήσεις σου.
    2