1. Λέξη
    εκνευρίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: εκνευρίζω - ξυρίζομαι - μυρίζομαι - ισχυρίζομαι - ορίζομαι - ζορίζομαι - χωρίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ενοχλούμαι
    • εκνευρίζω
    • θυμώνω
    • εξοργίζομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • χαλαρώνω
    • ψύχομαι
    • ησυχάζω
    4
  4. Ορισμός
    • Νιώθω έντονη ενόχληση ή θυμό εξαιτίας κάποιου ή κάτι.
    • Χάνω την υπομονή μου λόγω ενοχλητικών καταστάσεων ή ανθρώπων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Εκνευρίζομαι όταν κάποιος μου μιλάει ενώ βλέπω τηλεόραση.
    • Μην εκνευρίζεσαι τόσο εύκολα, προσπάθησε να ηρεμήσεις.
    2