Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκνευρίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εκνευρίζω
-
ξυρίζομαι
-
μυρίζομαι
-
ισχυρίζομαι
-
ορίζομαι
-
ζορίζομαι
-
χωρίζομαι
)
Συνώνυμα
ενοχλούμαι
εκνευρίζω
θυμώνω
εξοργίζομαι
4
Αντώνυμα
ηρεμώ
χαλαρώνω
ψύχομαι
ησυχάζω
4
Ορισμός
Νιώθω έντονη ενόχληση ή θυμό εξαιτίας κάποιου ή κάτι.
Χάνω την υπομονή μου λόγω ενοχλητικών καταστάσεων ή ανθρώπων.
2
Παραδείγματα
Εκνευρίζομαι όταν κάποιος μου μιλάει ενώ βλέπω τηλεόραση.
Μην εκνευρίζεσαι τόσο εύκολα, προσπάθησε να ηρεμήσεις.
2