Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκνευρισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εκνευριστικός
-
εκνευρισμένος
-
γυρισμός
-
εκνευρίζω
-
τουρισμός
-
εξαερισμός
-
ισχυρισμός
-
εκφοβισμός
)
Συνώνυμα
ενόχληση
εκνευριστικότητα
παρενόχληση
3
Αντώνυμα
ηρεμία
χαλάρωση
γαλήνη
3
Ορισμός
Η κατάσταση ή η αίσθηση της ενόχλησης ή της ενοχλητικής συμπεριφοράς.
Η δυσαρέσκεια που προκαλείται από κάτι ενοχλητικό ή ανυπόφορο.
2
Παραδείγματα
Ο συνεχής θόρυβος από τα έργα προκάλεσε μεγάλο εκνευρισμό στους κατοίκους.
Ο εκνευρισμός του ήταν εμφανής από το πώς χτύπαγε τα δάχτυλά του στο τραπέζι.
2