Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκπλήρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλήρωση
-
εκπλήσσω
)
Συνώνυμα
ολοκλήρωση
εκτέλεση
πραγματοποίηση
3
Αντώνυμα
αποτυχία
αναβολή
ακύρωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να ολοκληρώνεται κάτι.
Η πραγματοποίηση μιας υποχρέωσης ή μιας υπόσχεσης.
Η ικανοποίηση μιας απαίτησης ή μιας προϋπόθεσης.
3
Παραδείγματα
Η εκπλήρωση των υποχρεώσεών του ήταν άψογη.
Η εκπλήρωση του ονείρου μου με γεμίζει ευτυχία.
Η εκπλήρωση των όρων της συμφωνίας είναι απαραίτητη.
3