1. Λέξη
    εκπλήρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κλήρωση - εκπλήσσω)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκλήρωση
    • εκτέλεση
    • πραγματοποίηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτυχία
    • αναβολή
    • ακύρωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να ολοκληρώνεται κάτι.
    • Η πραγματοποίηση μιας υποχρέωσης ή μιας υπόσχεσης.
    • Η ικανοποίηση μιας απαίτησης ή μιας προϋπόθεσης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η εκπλήρωση των υποχρεώσεών του ήταν άψογη.
    • Η εκπλήρωση του ονείρου μου με γεμίζει ευτυχία.
    • Η εκπλήρωση των όρων της συμφωνίας είναι απαραίτητη.
    3