Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκπλήσσω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκπλήσσομαι
-
εκπλήρωση
-
εκπληρώσω
)
Συνώνυμα
καταπλήσσω
συγκλονίζω
εξαπλώ
3
Αντώνυμα
αδιαφορώ
αψηφώ
αμελώ
3
Ορισμός
Προκαλώ έκπληξη ή έκσταση σε κάποιον.
Κάνω κάποιον να νιώσει έκπληξη ή δυσάρεστη έκπληξη.
2
Παραδείγματα
Η είδηση για την απρόσμενη νίκη του ομάδας μας με εκπλήσσει.
Ο τρόπος που αντιδράς σε κάθε νέα κατάσταση πάντα με εκπλήσσει.
2