1. Λέξη
    εκπλήσσω (ρήμα) - (παρόμοια: εκπλήσσομαι - εκπλήρωση - εκπληρώσω)
  2. Συνώνυμα
    • καταπλήσσω
    • συγκλονίζω
    • εξαπλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορώ
    • αψηφώ
    • αμελώ
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ έκπληξη ή έκσταση σε κάποιον.
    • Κάνω κάποιον να νιώσει έκπληξη ή δυσάρεστη έκπληξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η είδηση για την απρόσμενη νίκη του ομάδας μας με εκπλήσσει.
    • Ο τρόπος που αντιδράς σε κάθε νέα κατάσταση πάντα με εκπλήσσει.
    2