1. Λέξη
    εκπληρώσω (ρήμα) - (παρόμοια: εκπληρώνω - πληρώσω - εκπληρώνομαι - συμπληρώσω - εκπλήσσω)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρώνω
    • εκτελώ
    • πραγματοποιώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτυγχάνω
    • εγκαταλείπω
    • ακυρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να ολοκληρώσω κάτι που είχε προγραμματιστεί ή ήταν αναμενόμενο.
    • Να πραγματοποιήσω μια υποχρέωση ή μια υπόσχεση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα εκπληρώσω την υπόσχεσή μου και θα σε βοηθήσω.
    • Ο στόχος μας είναι να εκπληρώσουμε όλες τις απαιτήσεις του έργου.
    2