Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκπληρώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκπληρώνω
-
πληρώσω
-
εκπληρώνομαι
-
συμπληρώσω
-
εκπλήσσω
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνω
εκτελώ
πραγματοποιώ
3
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
εγκαταλείπω
ακυρώνω
3
Ορισμός
Να ολοκληρώσω κάτι που είχε προγραμματιστεί ή ήταν αναμενόμενο.
Να πραγματοποιήσω μια υποχρέωση ή μια υπόσχεση.
2
Παραδείγματα
Θα εκπληρώσω την υπόσχεσή μου και θα σε βοηθήσω.
Ο στόχος μας είναι να εκπληρώσουμε όλες τις απαιτήσεις του έργου.
2