Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτεθειμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
διατεθειμένος
-
εκτεταμένος
)
Συνώνυμα
εμφανής
προφανής
καταφανής
ανακαλυμμένος
4
Αντώνυμα
κρυμμένος
καλυμμένος
αόρατος
3
Ορισμός
Που έχει εκτεθεί σε δημόσια θέα ή γνώση.
Που έχει υποστεί την επίδραση κάποιου παράγοντα, όπως ηλιακό φως, κίνδυνο κ.λπ.
2
Παραδείγματα
Τα έργα τέχνης ήταν εκτεθειμένα στο μουσείο για όλους να τα δουν.
Οι εργαζόμενοι ήταν εκτεθειμένοι σε υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της εργασίας.
2