1. Λέξη
    εκτεθειμένος (επίθετο) - (παρόμοια: διατεθειμένος - εκτεταμένος)
  2. Συνώνυμα
    • εμφανής
    • προφανής
    • καταφανής
    • ανακαλυμμένος
    4
  3. Αντώνυμα
    • κρυμμένος
    • καλυμμένος
    • αόρατος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει εκτεθεί σε δημόσια θέα ή γνώση.
    • Που έχει υποστεί την επίδραση κάποιου παράγοντα, όπως ηλιακό φως, κίνδυνο κ.λπ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα έργα τέχνης ήταν εκτεθειμένα στο μουσείο για όλους να τα δουν.
    • Οι εργαζόμενοι ήταν εκτεθειμένοι σε υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της εργασίας.
    2