1. Λέξη
    εκτεταμένος (επίθετο) - (παρόμοια: τεταμένος - εκτεθειμένος - πεταμένος - παρατεταμένος)
  2. Συνώνυμα
    • διευρυμένος
    • αναπτυγμένος
    • επεκταμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • περιορισμένος
    • συμπιεσμένος
    • συγκεντρωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει επεκταθεί σε μεγάλη έκταση ή διάρκεια
    • που καλύπτει μεγάλη έκταση ή χρονικό διάστημα
    • που χαρακτηρίζεται από μεγάλη έκταση ή λεπτομέρεια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η πόλη έχει ένα εκτεταμένο δίκτυο μεταφορών.
    • Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια εκτεταμένη μελέτη για το φαινόμενο.
    • Η εκτεταμένη περιγραφή του τοπίου μας έδωσε μια ζωντανή εικόνα.
    3