Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτεταμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
τεταμένος
-
εκτεθειμένος
-
πεταμένος
-
παρατεταμένος
)
Συνώνυμα
διευρυμένος
αναπτυγμένος
επεκταμένος
3
Αντώνυμα
περιορισμένος
συμπιεσμένος
συγκεντρωμένος
3
Ορισμός
που έχει επεκταθεί σε μεγάλη έκταση ή διάρκεια
που καλύπτει μεγάλη έκταση ή χρονικό διάστημα
που χαρακτηρίζεται από μεγάλη έκταση ή λεπτομέρεια
3
Παραδείγματα
Η πόλη έχει ένα εκτεταμένο δίκτυο μεταφορών.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια εκτεταμένη μελέτη για το φαινόμενο.
Η εκτεταμένη περιγραφή του τοπίου μας έδωσε μια ζωντανή εικόνα.
3