1. Λέξη
    διατεθειμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εκτεθειμένος - διακεκριμένος - διαταραγμένος - διαλυμένος - διαολεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • προθυμημένος
    • έτοιμος
    • διακείμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απρόθυμος
    • διστακτικός
    • απροθύμητος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει την πρόθεση ή την επιθυμία να κάνει κάτι
    • που είναι έτοιμος να δεχτεί ή να ανταποκριθεί σε μια κατάσταση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είναι διατεθειμένος να βοηθήσει όποτε τον χρειαστούν.
    • Δεν φαίνεται διατεθειμένος να συζητήσει το θέμα.
    2