Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διατεθειμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εκτεθειμένος
-
διακεκριμένος
-
διαταραγμένος
-
διαλυμένος
-
διαολεμένος
)
Συνώνυμα
προθυμημένος
έτοιμος
διακείμενος
3
Αντώνυμα
απρόθυμος
διστακτικός
απροθύμητος
3
Ορισμός
που έχει την πρόθεση ή την επιθυμία να κάνει κάτι
που είναι έτοιμος να δεχτεί ή να ανταποκριθεί σε μια κατάσταση
2
Παραδείγματα
Είναι διατεθειμένος να βοηθήσει όποτε τον χρειαστούν.
Δεν φαίνεται διατεθειμένος να συζητήσει το θέμα.
2