Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτελεστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εκτελεστής
-
πιεστικός
-
εκδοτικός
-
εθιστικός
)
Συνώνυμα
διοικητικός
διοριστικός
πραγματοποιήσιμος
3
Αντώνυμα
θεωρητικός
μη πρακτικός
2
Ορισμός
που σχετίζεται με την εκτέλεση ενεργειών ή αποφάσεων
που έχει τη δύναμη ή την εξουσία να πραγματοποιήσει κάτι
που αφορά την εφαρμογή νόμων ή κανονισμών
3
Παραδείγματα
Ο εκτελεστικός κλάδος της κυβέρνησης είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή των νόμων.
Το συμβούλιο έλαβε μια εκτελεστική απόφαση για την έναρξη του έργου.
Η εταιρεία αναζητά έναν εκτελεστικό διευθυντή με ισχυρή ικανότητα λήψης αποφάσεων.
3