1. Λέξη
    εκτελεστικός (επίθετο) - (παρόμοια: εκτελεστής - πιεστικός - εκδοτικός - εθιστικός)
  2. Συνώνυμα
    • διοικητικός
    • διοριστικός
    • πραγματοποιήσιμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • θεωρητικός
    • μη πρακτικός
    2
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με την εκτέλεση ενεργειών ή αποφάσεων
    • που έχει τη δύναμη ή την εξουσία να πραγματοποιήσει κάτι
    • που αφορά την εφαρμογή νόμων ή κανονισμών
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο εκτελεστικός κλάδος της κυβέρνησης είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή των νόμων.
    • Το συμβούλιο έλαβε μια εκτελεστική απόφαση για την έναρξη του έργου.
    • Η εταιρεία αναζητά έναν εκτελεστικό διευθυντή με ισχυρή ικανότητα λήψης αποφάσεων.
    3