Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιεστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πλαστικός
-
πιλοτικός
-
πειστικός
-
πυροσβεστικός
-
περαστικός
-
πιστωτικός
-
αστικός
-
ωστικός
-
ποντικός
-
μυστικός
-
πολιτιστικός
-
εκτελεστικός
)
Συνώνυμα
αυταρχικός
δεσποτικός
τυραννικός
3
Αντώνυμα
δημοκρατικός
ελευθεριακός
φιλελεύθερος
3
Ορισμός
που ασκεί πίεση ή εξουσία με τρόπο καταπιεστικό
που χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα και έλλειψη ελευθερίας
2
Παραδείγματα
Ο πιεστικός ηγέτης δεν ανέχονταν καμία αντίρρηση.
Η πιεστική πολιτική του καθεστώτος οδήγησε σε λαϊκές εξεγέρσεις.
2