Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτελεστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εκτελεστικός
-
εκτελώ
-
εκτελείται
-
εκτενής
)
Συνώνυμα
δήμιος
θωράκιος
καταδικασμένος
3
Αντώνυμα
αθώος
αθωωμένος
αθώωση
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εκτελεί μια ποινή θανάτου ή μια εντολή.
Πρόσωπο που εκτελεί μια εργασία ή μια εντολή με ακρίβεια και αποτελεσματικότητα.
2
Παραδείγματα
Ο εκτελεστής έκανε την εργασία του χωρίς να δείξει συναισθήματα.
Ο εκτελεστής του προγράμματος έδωσε ακριβείς οδηγίες.
2