1. Λέξη
    εκτελεστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εκτελεστικός - εκτελώ - εκτελείται - εκτενής)
  2. Συνώνυμα
    • δήμιος
    • θωράκιος
    • καταδικασμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθώος
    • αθωωμένος
    • αθώωση
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εκτελεί μια ποινή θανάτου ή μια εντολή.
    • Πρόσωπο που εκτελεί μια εργασία ή μια εντολή με ακρίβεια και αποτελεσματικότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εκτελεστής έκανε την εργασία του χωρίς να δείξει συναισθήματα.
    • Ο εκτελεστής του προγράμματος έδωσε ακριβείς οδηγίες.
    2