1. Λέξη
    εκτενής (επίθετο) - (παρόμοια: εκτελώ - εκτελεστής)
  2. Συνώνυμα
    • λεπτομερής
    • διεξοδικός
    • πλήρης
    3
  3. Αντώνυμα
    • σύντομος
    • περιληπτικός
    • συνοπτικός
    3
  4. Ορισμός
    • που περιλαμβάνει πολλές λεπτομέρειες ή είναι πολύ αναλυτικός
    • που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση ή διάρκεια
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έκανε μια εκτενή παρουσίαση του θέματος.
    • Το βιβλίο περιλαμβάνει μια εκτενή ανάλυση της ιστορικής περιόδου.
    2