Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτενής (επίθετο) - (παρόμοια:
εκτελώ
-
εκτελεστής
)
Συνώνυμα
λεπτομερής
διεξοδικός
πλήρης
3
Αντώνυμα
σύντομος
περιληπτικός
συνοπτικός
3
Ορισμός
που περιλαμβάνει πολλές λεπτομέρειες ή είναι πολύ αναλυτικός
που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση ή διάρκεια
2
Παραδείγματα
Έκανε μια εκτενή παρουσίαση του θέματος.
Το βιβλίο περιλαμβάνει μια εκτενή ανάλυση της ιστορικής περιόδου.
2