Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτοξευτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εκτοξευθώ
-
εκτοξεύω
-
εκτοξεύσω
-
εκπαιδευτής
)
Συνώνυμα
τοξότης
βελονοβόλος
τοξευτής
3
Αντώνυμα
στόχος
θύμα
2
Ορισμός
Πρόσωπο που εκτοξεύει βέλη με τόξο.
Συσκευή ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση βελών ή άλλων αντικειμένων.
2
Παραδείγματα
Ο εκτοξευτής έριξε το βέλο με ακρίβεια στον στόχο.
Οι αρχαίοι πολεμιστές χρησιμοποιούσαν εκτοξευτές για να πολεμήσουν.
2