1. Λέξη
    εκτοξευτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εκτοξευθώ - εκτοξεύω - εκτοξεύσω - εκπαιδευτής)
  2. Συνώνυμα
    • τοξότης
    • βελονοβόλος
    • τοξευτής
    3
  3. Αντώνυμα
    • στόχος
    • θύμα
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εκτοξεύει βέλη με τόξο.
    • Συσκευή ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση βελών ή άλλων αντικειμένων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εκτοξευτής έριξε το βέλο με ακρίβεια στον στόχο.
    • Οι αρχαίοι πολεμιστές χρησιμοποιούσαν εκτοξευτές για να πολεμήσουν.
    2