Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτοξεύσω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκτοξεύω
-
εκτοξευθώ
-
εκτοξευτής
)
Συνώνυμα
ρίχνω
πετώ
εκσφενδονίζω
3
Αντώνυμα
κρατάω
συγκρατώ
καταλαμβάνω
3
Ορισμός
να ρίξω κάτι με δύναμη και γρήγορα
να εκτοξεύσω ένα βέλος ή ένα βλήμα
να εκφράσω κάτι απότομα και με ένταση
3
Παραδείγματα
Ο τοξότης πρόκειται να εκτοξεύσει το βέλος.
Η ομάδα επιστημόνων εκτόξευσε έναν δορυφόρο στο διάστημα.
Εκτόξευσε μια θυμωμένη απάντηση χωρίς να σκεφτεί.
3