1. Λέξη
    εκτοξεύω (ρήμα) - (παρόμοια: εκτοξεύσω - εκτοξευθώ - εκτοξευτής)
  2. Συνώνυμα
    • ρίχνω
    • πετώ
    • εκσφενδονίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • παίρνω
    • συλλαμβάνω
    • κρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • να ρίξω κάτι με δύναμη προς τα έξω
    • να εκτοξεύσω ένα βέλος ή άλλο αντικείμενο
    • να εκπέμψω ή να προκαλέσω κάτι με βία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο τοξότης εκτόξευσε το βέλος με ακρίβεια.
    • Η εταιρεία εκτόξευσε ένα νέο προϊόν στην αγορά.
    • Ο ηφαιστειακός κρατήρας εκτόξευσε λάβα και στάχτη.
    3