Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτοξεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκτοξεύσω
-
εκτοξευθώ
-
εκτοξευτής
)
Συνώνυμα
ρίχνω
πετώ
εκσφενδονίζω
3
Αντώνυμα
παίρνω
συλλαμβάνω
κρατώ
3
Ορισμός
να ρίξω κάτι με δύναμη προς τα έξω
να εκτοξεύσω ένα βέλος ή άλλο αντικείμενο
να εκπέμψω ή να προκαλέσω κάτι με βία
3
Παραδείγματα
Ο τοξότης εκτόξευσε το βέλος με ακρίβεια.
Η εταιρεία εκτόξευσε ένα νέο προϊόν στην αγορά.
Ο ηφαιστειακός κρατήρας εκτόξευσε λάβα και στάχτη.
3