Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτροπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιτροπή
-
τροπή
-
ντροπή
)
Συνώνυμα
απόκλιση
παρέκκλιση
διαφορά
3
Αντώνυμα
ευθεία
κανονικότητα
συνέπεια
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από μια καθορισμένη πορεία ή κατεύθυνση.
Μια αλλαγή από το συνηθισμένο ή το αναμενόμενο.
Στη φυσική, η απόκλιση μιας ποσότητας από μια καθορισμένη τιμή.
3
Παραδείγματα
Η εκτροπή της βολής από τον στόχο οφειλόταν σε ισχυρό άνεμο.
Η εκτροπή του ποταμού δημιούργησε μια νέα λίμνη.
Οι εκτροπές στη συμπεριφορά του προκάλεσαν ανησυχία στους γονείς του.
3