1. Λέξη
    εκτροπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιτροπή - τροπή - ντροπή)
  2. Συνώνυμα
    • απόκλιση
    • παρέκκλιση
    • διαφορά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευθεία
    • κανονικότητα
    • συνέπεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από μια καθορισμένη πορεία ή κατεύθυνση.
    • Μια αλλαγή από το συνηθισμένο ή το αναμενόμενο.
    • Στη φυσική, η απόκλιση μιας ποσότητας από μια καθορισμένη τιμή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η εκτροπή της βολής από τον στόχο οφειλόταν σε ισχυρό άνεμο.
    • Η εκτροπή του ποταμού δημιούργησε μια νέα λίμνη.
    • Οι εκτροπές στη συμπεριφορά του προκάλεσαν ανησυχία στους γονείς του.
    3