1. Λέξη
    εκτύπωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εντύπωση - διατύπωση)
  2. Συνώνυμα
    • εκτύπωμα
    • αποτύπωση
    • εκτυπωμένο αντίγραφο
    3
  3. Αντώνυμα
    • πρωτότυπο
    • χειρόγραφο
    2
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της παραγωγής κειμένου ή εικόνας σε χαρτί ή άλλο υλικό μέσω εκτυπωτή ή άλλης συσκευής.
    • Το αντίγραφο που προκύπτει από μια τέτοια διαδικασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εκτύπωση του εγγράφου ολοκληρώθηκε σε λίγα δευτερόλεπτα.
    • Οι εκτυπώσεις των φωτογραφιών ήταν εξαιρετικής ποιότητας.
    2