Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτύπωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εντύπωση
-
διατύπωση
)
Συνώνυμα
εκτύπωμα
αποτύπωση
εκτυπωμένο αντίγραφο
3
Αντώνυμα
πρωτότυπο
χειρόγραφο
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της παραγωγής κειμένου ή εικόνας σε χαρτί ή άλλο υλικό μέσω εκτυπωτή ή άλλης συσκευής.
Το αντίγραφο που προκύπτει από μια τέτοια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Η εκτύπωση του εγγράφου ολοκληρώθηκε σε λίγα δευτερόλεπτα.
Οι εκτυπώσεις των φωτογραφιών ήταν εξαιρετικής ποιότητας.
2