1. Λέξη
    διατύπωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαβίωση - εκτύπωση - εντύπωση)
  2. Συνώνυμα
    • διαμόρφωση
    • εκφραση
    • διατύπωση
    • διατυπωση
    4
  3. Αντώνυμα
    • ασάφεια
    • ανακριβεια
    • ασυνέπεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διατυπώνω, δηλαδή της διατύπωσης μιας ιδέας, μιας πρότασης ή ενός νόμου με σαφήνεια και ακρίβεια.
    • Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται μια ιδέα ή μια σκέψη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διατύπωση του νόμου ήταν πολύ σαφής και κατανοητή.
    • Η διατύπωση της ερώτησης επηρέασε την απάντηση που έλαβε.
    2