1. Λέξη
    εντύπωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εκτύπωση - διατύπωση)
  2. Συνώνυμα
    • εικόνα
    • αίσθηση
    • αντίληψη
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορία
    • απάθεια
    2
  4. Ορισμός
    • Η εικόνα ή η αίσθηση που δημιουργείται στο μυαλό κάποιου από κάτι που βλέπει, ακούει ή βιώνει.
    • Η επίδραση που ασκεί κάτι ή κάποιος σε κάποιον άλλον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εντύπωση που μου έκανε η ομιλία του ήταν πολύ δυνατή.
    • Έμεινα με την εντύπωση ότι δεν ενδιαφερόταν για το θέμα.
    2