Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εντύπωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εκτύπωση
-
διατύπωση
)
Συνώνυμα
εικόνα
αίσθηση
αντίληψη
3
Αντώνυμα
αδιαφορία
απάθεια
2
Ορισμός
Η εικόνα ή η αίσθηση που δημιουργείται στο μυαλό κάποιου από κάτι που βλέπει, ακούει ή βιώνει.
Η επίδραση που ασκεί κάτι ή κάποιος σε κάποιον άλλον.
2
Παραδείγματα
Η εντύπωση που μου έκανε η ομιλία του ήταν πολύ δυνατή.
Έμεινα με την εντύπωση ότι δεν ενδιαφερόταν για το θέμα.
2