1. Λέξη
    εμπορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εμπορική - εμπειρία - εμπορικός - εξορία - εφορία - απορία - ενορία)
  2. Συνώνυμα
    • εμπόριο
    • εμπορική δραστηριότητα
    • διακίνηση
    • συναλλαγή
    4
  3. Αντώνυμα
    • αγορά
    • κατανάλωση
    • αποχή από το εμπόριο
    3
  4. Ορισμός
    • Η δραστηριότητα που αφορά την αγορά και πώληση αγαθών ή υπηρεσιών.
    • Η επαγγελματική δραστηριότητα που σχετίζεται με το εμπόριο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εμπορία των καλλυντικών έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
    • Ο παππούς μου ασχολούνταν με την εμπορία ελαιολάδου.
    2