Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμπορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εμπορική
-
εμπειρία
-
εμπορικός
-
εξορία
-
εφορία
-
απορία
-
ενορία
)
Συνώνυμα
εμπόριο
εμπορική δραστηριότητα
διακίνηση
συναλλαγή
4
Αντώνυμα
αγορά
κατανάλωση
αποχή από το εμπόριο
3
Ορισμός
Η δραστηριότητα που αφορά την αγορά και πώληση αγαθών ή υπηρεσιών.
Η επαγγελματική δραστηριότητα που σχετίζεται με το εμπόριο.
2
Παραδείγματα
Η εμπορία των καλλυντικών έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Ο παππούς μου ασχολούνταν με την εμπορία ελαιολάδου.
2